- Σωκρατικῶς
- ΣωκρατικόςSocraticadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σωκρατικός — ή, ό, / σωκρατικός, ή, όν, ΝΜΑ [Σωκράτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σωκράτη και στη φιλοσοφία του (α. «σωκρατικοί λόγοι» β. «σωκρατική ειρωνεία» γ. «σωκρατική φιλοσοφία») 2. το αρσ. ως ουσ. οι σωκρατικοί οι φιλόσοφοι τής σχολής τού… … Dictionary of Greek